λευκαθίζω

λευκαθίζω
λευκᾰθ-ίζω,
A to be white, Hdt.8.27 (codd. opt.), PLeid.X.84, Gloss.; of spots on the body, LXX Le.13.38; [

τρίχες] λευκαθίζουσαι Babr.22.9

;

αἶγες χιόνι λ. Id.45.3

, cf. Ael.NA17.8, 9; λ. οἱ λόφοι, of snow-clad hills, Alciphr.3.30;

οἰκία λ. γύψῳ Epict.Gnom.43

; of fluids in the eye, to be colourless, Cass.Pr.27; of eyes, S.E.P.1.44:—[voice] Pass., λελευκαθισμένη clad in white, LXX Ca.8.5. (λευκανθ- is read in Babr., but is against the metre, also in Ael., Alciphr., Epict., Cass., and S.E., and is v.l. in Hdt.l.c., LXX Ca.l.c.; cf. λευκαθέω, ὑπολευκαθίζω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • λευκαθίζοντα — λευκαθίζω to be white pres part act neut nom/voc/acc pl λευκαθίζω to be white pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαθέω — (Α) (πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. τής γεν. πληθ. τής μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί τού τ. λευκαθόντων τού… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκανθίζω — (Α) βλ. λευκαθίζω …   Dictionary of Greek

  • υπολευκανθίζω — Α γίνομαι κάπως λευκός στην επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λευκανθίζω, δ. γρφ. τού λευκαθίζω «φαίνομαι λευκός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”